Τετάρτη 2 Μαρτίου 2011

Ρύθμιση των οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προ­σώπων και άλλες διατάξεις


Ν. 3869/10 (ΦΕΚ 130 Α/3-8-2010) : Ρύθμιση των οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προ­σώπων και άλλες διατάξεις


Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Εκδίδομε τον ακόλουθο νόμο που ψήφισε η Βουλή:


Άρθρο 1
Πεδίο εφαρμογής
1. Φυσικά πρόσωπα που δεν έχουν πτωχευτική ικανό­τητα και έχουν περιέλθει, χωρίς δόλο, σε μόνιμη αδυ­ναμία πληρωμής ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών τους (εφεξής οφειλέτες) δικαιούνται να υποβάλουν στο αρμόδιο δικαστήριο την αίτηση που προβλέπεται στην παράγραφο 1 του άρθρου 4 για τη ρύθμιση των οφειλών αυτών και απαλλαγή. Την ύπαρξη δόλου αποδεικνύει ο πιστωτής.
2. Δεν επιτρέπεται η ρύθμιση οφειλών που: α) έχουν αναληφθεί το τελευταίο έτος πριν την υποβολή της αίτησης για την έναρξη της διαδικασίας κατά την παράγραφο 1 του άρθρου 4 του παρόντος νόμου και β) που προέκυψαν από αδικοπραξία που διαπράχθηκε με δόλο, διοικητικά πρόστιμα, χρηματικές ποινές, φόρους και τέλη προς το Δημόσιο και τους Οργανισμούς Τοπι­κής Αυτοδιοίκησης πρώτου και δευτέρου βαθμού, τέλη προς Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου και εισφορές προς οργανισμούς κοινωνικής ασφάλισης.
3. Απαλλαγή του οφειλέτη από τα χρέη του σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου μπορεί να γίνει μόνο μία φορά.

Άρθρο 2
Διαδικασία εξωδικαστικού συμβιβασμού
1. Προϋπόθεση για την ενώπιον του αρμοδίου δικαστη­ρίου υποβολή αίτησης του οφειλέτη για ρύθμιση οφει­λών και απαλλαγή αποτελεί η εκ μέρους του καταβολή προσπάθειας επίτευξης εξωδικαστικού συμβιβασμού με τους πιστωτές του και η αποτυχία αυτής, κατά το τελευταίο πριν την υποβολή της αίτησης εξάμηνο. Η προσπάθεια αυτή πραγματοποιείται με τη συνδρομή του Συνηγόρου του Καταναλωτή, Επιτροπής Φιλικού Δια­κανονισμού που προβλέπεται στο άρθρο 11 του ν. 2251/ 1994 (ΦΕΚ 191 Α), όπως ισχύει, ή Ένωσης Καταναλωτών που είναι εγγεγραμμένη στο Μητρώο που προβλέπεται στην παράγραφο 4 του άρθρου 10 του ν. 2251/1994 ή του Μεσολαβητή Τραπεζικών Επενδυτικών Υπηρεσιών ή δικηγόρου ή άλλου δημόσιου ή ιδιωτικού μη κερδοσκο­πικού χαρακτήρα φορέα από αυτούς που ορίζονται με τη διαδικασία που προβλέπεται στην παράγραφο 3.
2. Αν η προσπάθεια εξωδικαστικού συμβιβασμού απο­τύχει, ο φορέας ή ο δικηγόρος που βοήθησε την προ­σπάθεια συντάσσει βεβαίωση, στην οποία διαπιστώνεται η αποτυχία της προσπάθειας εξωδικαστικού συμβιβα­σμού. Αν επιτευχθεί με τη σύμφωνη γνώμη των πιστω­τών εξωδικαστικός συμβιβασμός, συντάσσεται σχετικό πρακτικό, το οποίο αποτελεί τίτλο εκτελεστό από την επικύρωση του από τον αρμόδιο Ειρηνοδίκη.
3. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας, Αντα­γωνιστικότητας και Ναυτιλίας και Δικαιοσύνης, Διαφάνει­ας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, ορίζονται και άλλοι φορείς δημόσιοι και ιδιωτικοί μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα, που επιτρέπεται να παρέχουν τη συνδρομή τους στους οφειλέτες για την επίτευξη εξωδικαστικού συμβιβασμού με τους πιστωτές τους. Οι φορείς που συνδράμουν στην προσπάθεια εξωδικαστικού συμβιβασμού οφείλουν να ενημερώνουν τους οφειλέτες για τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους από την υπαγωγή στις ρυθμίσεις αυτού του νόμου, να ενεργούν κατά τρόπο που διαφυ­λάττει τα συμφέροντα των οφειλετών και να χρησιμο­ποιούν για την επιδίωξη του δικαστικού συμβιβασμού πρόσωπα που διαθέτουν ικανότητες, γνώσεις και εμπει­ρία στην κατάστρωση οικογενειακού προϋπολογισμού, λαμβάνοντας υπόψη τα δηλούμενα εισοδήματα και τις  ανάγκες  του οφειλέτη και τη  δυνατότητα του νααποπληρώνει χρέη. Με κοινή απόφαση των Υπουργών του πρώτου εδαφίου μπορούν να εξειδικεύονται οι υπο­χρεώσεις ενημέρωσης των φορέων αυτών προς τους ο­φειλέτες, τα προσόντα, η εκπαίδευση και οι ικανότητες που θα πρέπει να διαθέτουν τα πρόσωπα που ενεργούν για λογαριασμό των φορέων, να χορηγούνται οδηγίες για τη διαδικασία που θα ακολουθείται στην επιδίωξη εξωδικαστικού συμβιβασμού, να εκδίδονται σχετικά υπο­δείγματα, καθώς επίσης και οι διαδικασίες υπό τις οποίες ελέγχεται η συνδρομή των προϋποθέσεων που ορίζο­νται για την επιδίωξη του εξώδικου συμβιβασμού.
4. Τα πιστωτικά ιδρύματα υποχρεούνται μέσα σε πέντε εργάσιμες ημέρες από την υποβολή σε αυτά σχετικού αιτήματος του οφειλέτη, να του παραδώσουν χωρίς επιβάρυνση αναλυτική κατάσταση των προς αυτά οφειλών του κατά κεφάλαιο, τόκους και έξοδα. Ο Υπουργός Οικο­νομίας, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας επιβάλλει για κάθε παράβαση της υποχρέωσης της παρούσας παρα­γράφου πρόστιμο που ανέρχεται από πεντακόσια έως δέκα χιλιάδες ευρώ. Οι καταγγελίες για τις παραβάσεις αυτές κατατίθενται στη Γενική Γραμματεία Καταναλωτή του Υπουργείου Οικονομίας, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας.

Άρθρο 3
Αρμόδιο δικαστήριο - Διαδικασία
Αρμόδιο δικαστήριο για την εκδίκαση της αίτησης που προβλέπεται στην παράγραφο 1 του άρθρου 4 είναι το Ειρηνοδικείο στην περιφέρεια του οποίου ο οφειλέτης έ­χει την κατοικία του, άλλως τη συνήθη διαμονή του. Το αρμόδιο Ειρηνοδικείο δικάζει με τη διαδικασία της εκού­σιας δικαιοδοσίας.

Άρθρο 4
Κατάθεση αίτησης και εγγράφων
1.  Για την έναρξη της διαδικασίας, ο οφειλέτης κατα­θέτει αίτηση στο γραμματέα του αρμόδιου δικαστηρίου.
Η αίτηση πρέπει να περιέχει: α) κατάσταση της περιου­σίας του οφειλέτη και των κάθε φύσης εισοδημάτων του ίδιου και του συζύγου του, β) κατάσταση των πιστωτών του και των απαιτήσεων τους κατά κεφάλαιο, τόκους και έξοδα και γ) σχέδιο διευθέτησης οφειλών, που να λαμ­βάνει υπόψη με εύλογο τρόπο και συσχέτιση τόσο τα συμφέροντα των πιστωτών, όσο και την περιουσία, τα εισοδήματα και την οικογενειακή κατάσταση του οφειλέ­τη.
2.  Μέσα σε ένα μήνα από την υποβολή της ο οφειλέ­της υποχρεούται να προσκομίσει:
α) τη βεβαίωση που προβλέπεται στην παράγραφο 2 του άρθρου 2 και
β) υπεύθυνη δήλωση για την ορθότητα και πληρότητα των καταστάσεων που προβλέπονται στις περιπτώσεις α' και β'της προηγούμενης παραγράφου και για τις με­ταβιβάσεις εμπραγμάτων δικαιωμάτων επί ακινήτων, στις οποίες προέβη την τελευταία τριετία. Η παράγρα­φος 6 του άρθρου 22 του ν. 1599/1986, όπως αντικατα­στάθηκε με την παράγραφο 13 του άρθρου 2 του ν. 2479/1997 (ΦΕΚ 67 Α') εφαρμόζεται και για την υπεύθυνη δήλωση του προηγούμενου εδαφίου.
3. Η δικάσιμος για τη συζήτηση της αίτησης προσδιορί­ζεται μέσα σε έξι μήνες από την ημερομηνία κατάθεσης της.
4. Ο οφειλέτης καταθέτει μέσα σε ένα μήνα από την υ­ποβολή της αίτησης στη γραμματεία του δικαστηρίου, έγγραφα που έχει στη διάθεση του σχετικά με την περι­ουσία του, τα κάθε φύσης εισοδήματα του, τους πιστω­τές και τις απαιτήσεις τους.
5.  Με την υποβολή της αίτησης ανοίγει στο αρμόδιο δικαστήριο φάκελος του οφειλέτη στον οποίο τοποθε­τούνται με μέριμνα της γραμματείας του όλα τα έγγραφα και στοιχεία της υπόθεσης.
6. Αν δεν συμπεριληφθεί στην κατάσταση της παρα­γράφου 1 πιστωτής, η απαίτηση του δεν επηρεάζεται α­πό την πορεία της διαδικασίας που αρχίζει με την υποβο­λή της αίτησης που προβλέπεται στην παράγραφο 1.
7.  Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας, Α­νταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας και Δικαιοσύνης, Δια­φάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, που δημοσιεύε­ται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, καθορίζονται υ­ποδείγματα των πιστοποιητικών, δηλώσεων, καταστάσε­ων και σχεδίων διευθέτησης οφειλών που προβλέπονται στο νόμο αυτόν.

Άρθρο 5
Επίδοση της αίτησης
Ο οφειλέτης το αργότερο μέσα σε ένα μήνα από την υποβολή της αίτησης επιδίδει στους πιστωτές αντίγρα­φα: α) της αίτησης με ορισμό δικασίμου για τη συζήτηση της, β) της κατάστασης της υπάρχουσας περιουσίας και των εισοδημάτων του οφειλέτη και γ) του σχεδίου διευ­θέτησης των οφειλών, με πρόσκληση να υποβάλλουν στη γραμματεία του δικαστηρίου εγγράφως τις παρατη­ρήσεις και να δηλώσουν αν συμφωνούν με το προτεινό­μενο σχέδιο διευθέτησης των οφειλών μέσα σε αποκλει­στική προθεσμία δύο μηνών από την υποβολή της αίτη­σης.
Οι πιστωτές μπορούν να λάβουν γνώση όλων των στοιχείων που προβλέπονται στην παράγραφο 5 του προηγούμενου άρθρου. Οι πιο πάνω πιστωτές μπορούν, με έγγραφο τους που κατατίθεται στη γραμματεία του αρμόδιου δικαστηρίου να προτείνουν τροποποιήσεις του σχεδίου. Με την πάροδο της προθεσμίας αυτής άπρα­κτης, τεκμαίρεται ότι ο πιστωτής συμφωνεί με το σχέδιο διευθέτησης των οφειλών. Στην πρόσκληση γίνεται μνεία για τη συνέπεια αυτή.

Άρθρο 6
Αναστολή καταδιωκτικών μέτρων
1.  Η υποβολή της αίτησης της παραγράφου 1 του άρ­θρου 4 δεν επιφέρει αναστολή των μέτρων αναγκαστι­κής εκτέλεσης κατά του οφειλέτη. Μετά την υποβολή της αίτησης ο οφειλέτης ή κάθε άλλος που έχει έννομο συμφέρον μπορεί να ζητήσει από το αρμόδιο δικαστήριο που δικάζει κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέ­τρων την αναστολή της εκτελεστικής διαδικασίας, κατά του οφειλέτη. Η αναστολή χορηγείται έως την έκδοση της οριστικής απόφασης επί του σχεδίου διευθέτησης ε­άν πιθανολογείται ότι από την εκτέλεση θα προκληθεί ουσιώδης βλάβη στα συμφέροντα του αιτούντος και ότι θα ευδοκιμήσει η αίτηση. Η χορήγηση της αναστολής ε­πάγεται αυτοδικαίως την απαγόρευση διάθεσης των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη.
2. Το δικαστήριο μπορεί με αίτηση οποιουδήποτε έχει έννομο συμφέρον που δικάζεται κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων να διατάξει όποιο μέτρο κρίνει α­ναγκαίο για να αποτραπεί κάθε επιζήμια για τους πιστω­τές μεταβολή της περιουσίας του οφειλέτη ή μείωση της αξίας της μέχρι να δημοσιευθεί η απόφαση επί της αίτη­σης της παραγράφου 1 του άρθρου 4.
3.  Οι απαιτήσεις των πιστωτών που είναι εξασφαλι­σμένες με ειδικό προνόμιο ή εμπράγματο δικαίωμα συ­νεχίζουν να εκτοκίζονται μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης επί της αιτήσεως με επιτόκιο ενήμερης οφει­λής. Οι λοιπές απαιτήσεις παύουν με την κοινοποίηση της αίτησης να παράγουν νόμιμους ή συμβατικούς τόκους. Οι οφειλές αυτές θεωρούνται ληξιπρόθεσμες και υπολογίζονται με την τρέχουσα κατά το χρόνο κοινοποί­ησης της αίτησης αξία τους.
4. Σε περίπτωση οφειλής από στεγαστικό δάνειο το δι­καστήριο της παραγράφου 1 μπορεί, λαμβάνοντας υπό­ψη τις δυνατότητες που επιτρέπει το εισόδημα του οφειλέτη, να χορηγήσει την αναστολή των καταδιωκτικών μέτρων για την οφειλή αυτή με ή χωρίς τον όρο της κα­ταβολής εκ μέρους του οφειλέτη όλου ή μέρους του πο­σού που αντιστοιχεί στην ενήμερη τοκοχρεολυτική δόση που θα όφειλε να καταβάλλει από το χρονικό σημείο της δημοσίευσης της απόφασης και μέχρι την έκδοση οριστι­κής απόφασης, αν η σύμβαση δανείου δεν είχε καταγ­γελθεί ή δεν εμφάνιζε ληξιπρόθεσμες οφειλές.

Άρθρο 7
Δικαστικός συμβιβασμός
1.  Μέσα σε αποκλειστική προθεσμία δεκαπέντε ημε­ρών που αρχίζει με την πάροδο δύο μηνών από την υπο­βολή της αίτησης που προβλέπεται στην παράγραφο 1 του άρθρου 4, ο οφειλέτης, λαμβάνοντας υπόψη τις πα­ρατηρήσεις των πιστωτών, μπορεί να επιφέρει μεταβο­λές στο αρχικό σχέδιο διευθέτησης, προκειμένου να επιτευχθεί συμφωνία όλων των πιστωτών. Οι πιστωτές ενη­μερώνονται με δική τους επιμέλεια για τις παραπάνω με­ταβολές και λαμβάνουν θέση εγγράφως για το αναμορ­φωμένο σχέδιο μέσα σε είκοσι ημέρες από τη λήξη της προθεσμίας υποβολής τροποποιημένου σχεδίου. Τροπο­ποίηση του σχεδίου μπορεί να λάβει χώρα μόνο μία φορά.
2. Αν κανένας πιστωτής δεν προβάλει αντιρρήσεις για το αρχικό ή το τροποποιημένο σχέδιο διευθέτησης οφει­λών ή συγκατατίθενται όλοι σε αυτό, θεωρείται ότι ο συμβιβασμός έχει γίνει αποδεκτός. Ο Ειρηνοδίκης με α­πόφαση του επικυρώνει το σχέδιο, το οποίο αποκτά πλέ­ον ισχύ δικαστικού συμβιβασμού. Η αίτηση για ρύθμιση και απαλλαγή από τις οφειλές θεωρείται ότι ανακλήθηκε.
3. Αν συγκατατίθενται στο σχέδιο πιστωτές με απαιτή­σεις που υπερβαίνουν το ήμισυ του συνολικού ποσού των απαιτήσεων, στους οποίους περιλαμβάνονται σε κά­θε περίπτωση το σύνολο των πιστωτών με εμπραγμάτως εξασφαλιζόμενες απαιτήσεις και πιστωτές με απαιτή­σεις που υπερβαίνουν το ήμισυ των τυχόν εργατικών α­παιτήσεων, το δικαστήριο, μετά από αίτηση του οφειλέτη ή οποιουδήποτε από τους πιστωτές που υποβάλλεται εγ­γράφως μέχρι τη συζήτηση, υποκαθιστά την έλλειψη συ­γκατάθεσης των πιστωτών που αντιτίθενται καταχρηστι­κά στο συμβιβασμό. Στην περίπτωση αυτή θεωρείται ότι επήλθε ο συμβιβασμός και ότι ανακλήθηκε η αίτηση για την απαλλαγή από τα χρέη.
4.  Δεν επιτρέπεται υποκατάσταση της συγκατάθεσης πιστωτή όταν:
α) η απαίτηση του πιστωτή που αντιτίθεται δεν ικανοποιείται σε ανάλογο, σε σχέση με τους άλλους πιστω­τές, βαθμό ή β) σε περίπτωση εφαρμογής του σχεδίου, ο πιστωτής που αντιτίθεται αποδεικνύει ότι θα περιέλθει σε δυσμενέστερη οικονομικά θέση από αυτήν στην ο­ποία θα περιερχόταν, αν συνεχιζόταν η διαδικασία απαλλαγής του οφειλέτη από τις οφειλές ή γ) αμφισβητείται απαίτηση από οφειλέτη ή οποιονδήποτε πιστωτή.
5. Αν δεν ενταχθεί στο σχέδιο διευθέτησης των οφει­λών απαίτηση ανέγγυου πιστωτή, στον οποίο επιδόθη­καν η αίτηση και το σχέδιο, η απαίτηση αποσβέννυται, αν ο πιστωτής δεν λάβει εγγράφως θέση επί του σχεδίου μέσα στην προθεσμία που προβλέπεται στην παράγραφο 1 του άρθρου 5.
6. Οι πιστωτές δεν αποκτούν απαίτηση κατά του οφει­λέτη για τα έξοδα και τις δαπάνες που δημιουργούνται από τη διαδικασία και το σχέδιο διευθέτησης οφειλών.

Άρθρο 8
Δικαστική ρύθμιση χρεών
1. Αν το σχέδιο δεν γίνεται δεκτό από τους πιστωτές, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παράγραφο 2 του προη­γούμενου άρθρου ή αν εκδηλώθηκαν αντιρρήσεις κατά του σχεδίου διευθέτησης των οφειλών και δεν υποκαθί­στανται αυτές σύμφωνα με τα οριζόμενα στο προηγού­μενο άρθρο, το δικαστήριο ελέγχει την ύπαρξη των αμ­φισβητούμενων απαιτήσεων και την πλήρωση των προϋ­ποθέσεων του άρθρου 1 για τη ρύθμιση των οφειλών και απαλλαγή του οφειλέτη. Η απόφαση εκδίδεται κατά προτεραιότητα. Αν το δικαστήριο απορρίψει την αίτηση του οφειλέτη δεν μπορεί να υποβληθεί νέα αίτηση πριν από την πάροδο ενός έτους.
2. Αν τα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη δεν είναι επαρκή, το δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη τα πάσης φύσεως εισοδήματα του, ιδίως εκείνα από την προσωπι­κή του εργασία, τη δυνατότητα συνεισφοράς του συζύ­γου, και σταθμίζοντας αυτά με τις βιοτικές ανάγκες του ιδίου και των προστατευόμενων μελών της οικογένειας του, τον υποχρεώνει να καταβάλλει μηνιαίως και για χρονικό διάστημα τεσσάρων ετών ορισμένο ποσό για ι­κανοποίηση των απαιτήσεων των πιστωτών του συμμέ-τρως διανεμόμενο.
Με την απόφαση μπορεί να οριστεί ότι το ποσό αυτό αναπροσαρμόζεται ανά διαστήματα που ορίζονται σε αυ­τή με βάση αντικειμενικό δείκτη αναφοράς. Η καταβολή του ποσού γίνεται απευθείας στους πιστωτές, εκτός αν ορίζει διαφορετικά το δικαστήριο. Σε περίπτωση που κα­τά τη διάρκεια της περιόδου ρύθμισης περιέλθουν στον οφειλέτη περιουσιακά στοιχεία αιτία θανάτου, ο οφειλέτης υποχρεούται να διαθέσει για την ικανοποίηση των πι­στωτών το ήμισυ της αξίας αυτών. Σε περίπτωση που αμ­φισβητούμενη απαίτηση, η οποία έχει ενταχθεί στη ρύθ­μιση απορριφθεί τελεσίδικα, οι λοιποί πιστωτές υποκαθί­στανται στη θέση του πιστωτή της αμφισβητούμενης α­παίτησης και έχουν απο αυτόν αξίωση καταβολής στην αναλογία που αντιστοιχεί στον καθένα του ποσού που εισέπραξε εξαιτίας της ένταξης της απαίτησης στη ρύθ­μιση. Σε περίπτωση που δεν ενταχθεί στη ρύθμιση αμφι­σβητούμενη απαίτηση, η ύπαρξη της οποίας επαληθευτεί ακολούθως με τελεσίδικη απόφαση, ο πιστωτής υποκαθί­σταται κατά την αναλογία της απαίτησης του στις θέσεις των υπολοίπων πιστωτών για τα ποσά που αναλογούν στην απαίτηση του και έχει από αυτούς αξίωση καταβο­λής των ποσών που εισέπραξαν εξαιτίας της μη ένταξης της απαίτησης του στις υπό ρύθμιση οφειλές. Το δικα­στήριο μπορεί να διατάξει την κατάθεση στο Ταμείο Πα­ρακαταθηκών και Δανείων των χρηματικών διανομών που αντιστοιχούν σε αμφισβητούμενη απαίτηση που έχει ενταχθεί σε ρύθμιση μέχρι την επαλήθευση της με τελε­σίδικη δικαστική απόφαση.
3. Ο οφειλέτης οφείλει να εργάζεται κατά τη διάρκεια της περιόδου ρύθμισης της προηγούμενης παραγράφου σε κατάλληλη εργασία ή, αν δεν εργάζεται, να καταβάλει εύλογη προσπάθεια για την εξεύρεση ανάλογης ερ­γασίας. Η προσπάθεια ανεύρεσης εργασίας τεκμαίρεται εφόσον ο οφειλέτης έχει εγγραφεί στο Μητρώο Ανέρ­γων του Οργανισμού Απασχολήσεως Εργατικού Δυναμι­κού ή έχει κάρτα ανεργίας και δεν έχει αποκρούσει αδι­καιολόγητα πρόταση από τον Οργανισμό για ανάληψη εργασίας. Οφείλει επίσης να γνωστοποιεί μέσα σε ένα μήνα στη γραμματεία του δικαστηρίου κάθε μεταβολή κατοικίας ή εργασίας, αλλαγή εργοδότη, καθώς και κάθε αξιόλογη βελτίωση των εισοδημάτων του ή των περιουσιακών του στοιχείων, ώστε να ενημερώνεται ο φάκελος που τηρείται σύμφωνα με την παράγραφο 5 του άρθρου 4.
4.  Με αίτηση του οφειλέτη ή πιστωτή, που επιδίδεται μέσα σε ένα μήνα από την υποβολή της στο αρμόδιο δι­καστήριο, μπορεί να τροποποιείται η ρύθμιση οφειλών της απόφασης της προηγούμενης παραγράφου ως προς το ύψος των μηνιαίων καταβολών, όταν τούτο δικαιολο­γείται από μεταγενέστερα γεγονότα ή μεταβολές της περιουσιακής κατάστασης και των εισοδημάτων του ο­φειλέτη.
Η ισχύς της απόφασης που τροποποιεί τη ρύθμιση μπορεί να ανατρέχει στο χρόνο υποβολής της αίτησης τροποποίησης. Σε περίπτωση καταβολής από τον οφει­λέτη σε πιστωτές μεγαλύτερου ποσού από αυτό που έ­χει οριστεί από το δικαστήριο σύμφωνα με την παράγρα­φο 2, ο οφειλέτης υποχρεούται να ικανοποιήσει συμμέτρως όλους τους πιστωτές.
5.  Σε περιπτώσεις που εξαιτίας εξαιρετικών περιστά­σεων, όπως χρόνια ανεργία χωρίς υπαιτιότητα του οφει­λέτη, σοβαρά προβλήματα υγείας, ανεπαρκές εισόδημα για την κάλυψη στοιχειωδών βιοτικών αναγκών του ο­φειλέτη ή άλλων λόγων ίδιας τουλάχιστον βαρύτητας, προσδιορίζονται με την απόφαση μηνιαίες καταβολές μικρού ύψους ή και μηδενικές, το δικαστήριο μπορεί με την ίδια απόφαση να ορίσει, όχι νωρίτερα από πέντε μή­νες, νέα δικάσιμο για επαναπροσδιορισμό των μηνιαίων καταβολών.
6.  Η απόφαση που ορίζει μηνιαίες καταβολές είναι α­μέσως εκτελεστή και δεν επιτρέπεται δικαστική αναστο­λή της. Δικαστική δαπάνη δεν επιδικάζεται.

Άρθρο 9
Διαδικασία ρευστοποίησης περιουσίας Προστασία κύριας κατοικίας
1. Εφόσον υπάρχει ρευστοποιήσιμη περιουσία, η εκ­ποίηση της οποίας κρίνεται απαραίτητη για την ικανοποί­ηση των πιστωτών, ή όταν το δικαστήριο κρίνει αναγκαίο να παρακολουθήσει και να υποβοηθήσει την εκτέλεση των όρων ρύθμισης των οφειλών για την απαλλαγή του οφειλέτη από τα χρέη ή την εξασφάλιση των συμφερό­ντων των πιστωτών, ορίζεται εκκαθαριστής. Εκκαθαριστής μπορεί να ορίζεται το πρόσωπο που προτείνουν πι­στωτές οι οποίοι αντιπροσωπεύουν την πλειοψηφία των πιστώσεων ή πρόσωπο από τον κατάλογο των πραγματογνωμόνων που προβλέπεται στο άρθρο 371 του Κώδι­κα Πολιτικής Δικονομίας.
Έργο του εκκαθαριστή είναι αυτό που προσδιορίζεται ειδικά με την απόφαση του διορισμού του και, σε κάθε περίπτωση, η διαχείριση της περιουσίας του οφειλέτη, η διασφάλιση της σε όλο το νόμιμο ύψος της χάριν των πι­στωτών, η πρόσφορη εκποίηση της, η προνομιακή ικανο­ποίηση των πιστωτών που έχουν εμπράγματη ασφάλεια στο εκποιούμενο πράγμα και η σύμμετρη ικανοποίηση των ανέγγυων πιστωτών. Οι διατάξεις του Πτωχευτικού Κώδικα περί συνδίκου εφαρμόζονται αναλόγως και στον εκκαθαριστή.
2.  Ο οφειλέτης μπορεί να υποβάλει στο δικαστήριο πρόταση εκκαθάρισης ζητώντας να εξαιρεθεί από την εκποίηση βεβαρημένο ή μη με εμπράγματη ασφάλεια α­κίνητο, που χρησιμεύει ως κύρια κατοικία του, εφόσον τούτο δεν υπερβαίνει το προβλεπόμενο από τις ισχύου­σες διατάξεις όριο αφορολόγητης απόκτησης πρώτης κατοικίας, προσαυξημένο κατά πενήντα τοις εκατό.
Στην περίπτωση αυτή το δικαστήριο ρυθμίζει την ικα­νοποίηση απαιτήσεων των πιστωτών μέχρι συνολικό πο­σό που ανέρχεται στο ογδόντα πέντε τοις εκατό της εμπορικής αξίας του ακινήτου της κύριας κατοικίας, όπως αυτή αποτιμάται από το δικαστήριο.
Η ρύθμιση μπορεί να προβλέπει και περίοδο χάριτος. Η εξυπηρέτηση της οφειλής γίνεται με επιτόκιο που δεν υ­περβαίνει αυτό της ενήμερης οφειλής ή το μέσο επιτόκιο στεγαστικού δανείου με κυμαινόμενο επιτόκιο που ίσχυε σύμφωνα με το στατιστικό δελτίο της Τράπεζας της Ελ­λάδος κατά τον τελευταίο μήνα για τον οποίο υφίσταται μέτρηση, αναπροσαρμοζόμενο με επιτόκιο αναφοράς αυτό των Πράξεων Κύριας Αναχρηματοδότησης της Ευ­ρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, και χωρίς ανατοκισμό. Οι απαιτήσεις των πιστωτών που έχουν εμπράγματη ασφά­λεια στο ακίνητο ικανοποιούνται προνομιακά από τις κα­ταβολές του οφειλέτη με βάση την παρούσα παράγρα­φο.
Για τον προσδιορισμό της περιόδου τοκοχρεολυτικής εξόφλησης της οριζόμενης συνολικής οφειλής λαμβάνε­ται υπόψη η διάρκεια των συμβάσεων δυνάμει των οποί­ων χορηγήθηκαν πιστώσεις στον οφειλέτη. Η περίοδος πάντως αυτή δεν μπορεί να υπερβαίνει τα είκοσι έτη. Η μη τήρηση από τον οφειλέτη των υποχρεώσεων που επι­βάλλονται κατ' εφαρμογή της παραγράφου αυτής, επι­τρέπει στον πιστωτή να κινήσει διαδικασίες αναγκαστι­κής εκτέλεσης κατά του οφειλέτη και της μοναδικής κα­τοικίας του. Δέν επιτρέπεται η καταγγελία της ρύθμισης της παρούσας παραγράφου αν δεν υπάρχει καθυστέρη­ση τεσσάρων τουλάχιστον μηνιαίων δόσεων. Δεν επι­τρέπεται η καταγγελία της ρύθμισης αν δεν υπάρχει καθυστέρηση τεσσάρων τουλάχιστον μηνιαίων δόσεων. Αν ο οφειλέτης κατοικεί ή διαμένει σε ξένο ακίνητο και ο σύζυγος αυτού δεν διαθέτει ακίνητο που μπορεί να χρη­σιμοποιηθεί ως κατοικία, τότε οι διατάξεις της παρούσας παραγράφου εφαρμόζονται και για το μοναδικό ακίνητο του οφειλέτη που μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως κατοικία.
3.   Εφόσον οι μηνιαίες καταβολές της παραγράφου 2 του άρθρου 8 πραγματοποιούνται πριν τη διανομή του τι­μήματος από την πώληση του ακινήτου, οι προνομιούχοι ή ενυπόθηκοι δανειστές συντρέχουν σε αυτές στο σύνο­λο των απαιτήσεων τους, εφαρμοζομένων αναλόγως των διατάξεων των άρθρων 159 και 160 του Πτωχευτι­κού Κώδικα.

Άρθρο 10
Καθήκον ειλικρινούς δήλωσης
1.  Ο οφειλέτης έχει την υποχρέωση να υποβάλει ειλι­κρινή δήλωση για τα περιουσιακά στοιχεία και εισοδήμα­τα του, τόσο κατά τη διαδικασία που αρχίζει με την υπο­βολή της αίτησης της παραγράφου 1 του άρθρου 4 όσο και κατά την περίοδο ρύθμισης των οφειλών. Παράβαση της υποχρέωσης αυτής από δόλο ή βαριά αμέλεια, την ο­ποία μπορεί να επικαλεσθεί με αίτηση του οποιοσδήποτε πιστωτής, εφόσον δεν έχει παρέλθει ένα έτος από τότε που την πληροφορήθηκε, συνεπάγεται, με την επιφύλα­ξη τυχόν ποινικής ευθύνης, την απόρριψη του αιτήματος για ρύθμιση οφειλών με απαλλαγή σύμφωνα με το άρ­θρο 8 ή την έκπτωση από τη ρύθμιση οφειλών και την α­παλλαγή που έχει ήδη αποφασιστεί. Η αίτηση αυτή μπο­ρεί να υποβληθεί μέχρι και δύο έτη μετά την επέλευση της απαλλαγής του οφειλέτη από οφειλές του. Πριν από την πάροδο δύο ετών από την απόρριψη, για την αιτία αυτή, αίτησης του οφειλέτη ή την έκπτωση του είναι απαράδεκτη η υποβολή νέας αίτησης.
2.  Ο οφειλέτης υποχρεούται να επιτρέπει στους πι­στωτές την πρόσβαση σε στοιχεία που απεικονίζουν την οικονομική του κατάσταση και τα τρέχοντα εισοδήματα του. Παράβαση της υποχρέωσης αυτής από δόλο ή βα­ριά αμέλεια μπορεί, κατά την κρίση του δικαστηρίου, να επιφέρει την απόρριψη της αίτησης για ρύθμιση οφειλών και απαλλαγή.
3. Ύστερα από αίτηση πιστωτή στον οποίο έχει γίνει η επίδοση που προβλέπεται στην παράγραφο 1 του άρ­θρου 5 και η οποία διαβιβάζεται μέσω του αρμόδιου Εισαγγελέα, ο εργοδότης, η αρμόδια υπηρεσία και ο αρμό­διος οικονομικός έφορος είναι υποχρεωμένοι να δίνουν κάθε χρήσιμη πληροφορία για την περιουσιακή κατάστα­ση και τα εισοδήματα του οφειλέτη.

Άρθρο 11
Απαλλαγή από υπόλοιπα χρεών
1. Η κανονική εκτέλεση από τον οφειλέτη των υποχρε­ώσεων που επιβάλλονται με την απόφαση που εκδίδεται σε εφαρμογή των παραγράφων 2, 4 και 5 του άρθρου 8 επιφέρει, με την επιφύλαξη των όσων ορίζονται στην πα­ράγραφο 2 του άρθρου 9, την απαλλαγή του από κάθε τυχόν υφιστάμενο υπόλοιπο οφειλής έναντι όλων των πιστωτών, ακόμη και έναντι εκείνων που δεν ανήγγειλαν τις απαιτήσεις τους. Το δικαστήριο με αίτηση του οφει­λέτη που κοινοποιείται στους πιστωτές πιστοποιεί την α­παλλαγή του από το υπόλοιπο των οφειλών.
2.  Σε περίπτωση που ο οφειλέτης καθυστερεί την εκ­πλήρωση των υποχρεώσεων από τη ρύθμιση οφειλών για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τριών μηνών ή δυστροπεί επανειλημμένα στην τήρηση της ρύθμισης, το δικαστήριο διατάζει την έκπτωση του οφειλέτη από τη ρύθμιση μετά από αίτηση θιγόμενου πιστωτή που κατατί­θεται το αργότερο μέσα σε τέσσερις μήνες από τη δημι­ουργία του λόγου έκπτωσης. Κάθε κλήτευση πραγματο­ποιείται πριν δεκαπέντε ημέρες.
3. Σε περίπτωση που δεν ευοδωθεί η απαλλαγή από τις οφειλές με τη διαδικασία του παρόντος νόμου, οι απαι­τήσεις των πιστωτών επανέρχονται στο ύψος στο οποίο θα βρίσκονταν αν δεν είχε υποβληθεί η αίτηση της παρα­γράφου 1 του άρθρου 4. Για τον προσδιορισμό του ύψους των απαιτήσεων αποκλείεται, εφόσον είχε γίνει δεκτή η αίτηση της παραγράφου 1 του άρθρου 4, ο ανα­τοκισμός από την κοινοποίηση της αίτησης αυτής στους πιστωτές και αφαιρούνται τα ποσά που έχουν καταβλη­θεί από τον οφειλέτη.

Άρθρο 12
Δικαιώματα ενέγγυων πιστωτών και έναντι εγγυητών
Τα δικαιώματα των πιστωτών έναντι συνοφειλετών ή εγγυητών του οφειλέτη, καθώς και τα δικαιώματα των εμπραγμάτως ασφαλισμένων πιστωτών επί του υπέγγυου αντικειμένου δεν θίγονται. Ο οφειλέτης απαλλάσσεται έναντι των εγγυητών, των εις ολόκληρον υπόχρεων ή άλλων δικαιούχων σε αναγωγή.

Άρθρο 13
Τήρηση Αρχείου Αιτήσεων
1. Στη Γραμματεία κάθε Ειρηνοδικείου τηρείται αλφα­βητικό αρχείο των προσώπων που έχουν υποβάλει την αίτηση της παραγράφου 1 του άρθρου 4, στο οποίο εγγράφονται τα ονόματα των αιτούντων, η πορεία των αι­τήσεων τους και οι αποφάσεις που εκδίδονται. Στο Ειρη­νοδικείο Αθηνών τηρείται Γενικό Αρχείο, στο οποίο κα­ταχωρίζονται τα πιο πάνω στοιχεία για ολόκληρη τη χώ­ρα. Από το αρχείο διαγράφονται ένα έτος μετά την υπο­βολή των αιτήσεων όλα τα στοιχεία που τηρούνται γι' αυτές, εφόσον οι αιτήσεις απορριφθούν αμετάκλητα, α­νακληθούν ή καταλήξουν σε δικαστικό συμβιβασμό σύμ­φωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 7 του παρόντος. Πρόσβαση σε πληροφορίες του αρχείου μπορεί να έχει κάθε ενδιαφερόμενος. Μετά την πάροδο πενταετίας από την επέλευση των αποτελεσμάτων της παραγράφου 1 του άρθρου 11 πρόσβαση σε στοιχεία του οφειλέτη στο αρχείο επιτρέπεται μόνο για τον έλεγχο της συνδρομής της προϋπόθεσης της παραγράφου 3 του άρθρου 1. Με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων καθορίζεται κάθε λεπτομέρεια σχετικά με την τήρηση των αρχείων και την πρόσβαση σε αυτά.
2.  Πριν από τη συζήτηση αίτησης οφειλέτη που υπο­βάλλεται σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 4 του παρόντος το Ειρηνοδικείο ελέγχει αυτεπαγγέλτως στο παραπάνω αρχείο αν εκκρεμεί αίτηση για τον οφει­λέτη αυτόν και αν έχει εκδοθεί απόφαση για ρύθμιση με απαλλαγή από τις οφειλές του.

Άρθρο 14
Ένδικα μέσα
Οι αποφάσεις του δικαστηρίου υπόκεινται σε έφεση και σε αναίρεση σύμφωνα με το άρθρο 560 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας.

Άρθρο 15
Αναλογική εφαρμογή διατάξεων
Για τη ρύθμιση και απαλλαγή χρεών φυσικών προσώ­πων εφαρμόζονται, όπου επιβάλλεται, με την επιφύλαξη ειδικότερων διατάξεων του παρόντος, οι διατάξεις του Πτωχευτικού Κώδικα.

Άρθρο 16
Χρόνος τήρησης και χρήσης δεδομένων
Ο χρόνος τήρησης από τα πιστωτικά ιδρύματα ή τρί­τους χάριν αυτών δεδομένων οικονομικής συμπεριφο­ράς, που αναφέρονται στη διαδικασία του παρόντος νό­μου, δεν μπορεί να υπερβαίνει το χρονικό διάστημα των τριών ετών από την επέλευση της απαλλαγής από τα χρέη σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 11.

Άρθρο 17
Διαγραφή απαιτήσεων
Για απαιτήσεις πιστωτικών ιδρυμάτων που διαγράφο­νται με τον παρόντα νόμο εφαρμόζεται η παράγραφος 10 του άρθρου 30 του ν. 2789/2000 (ΦΕΚ 21 Α'). Τα δια­γραφόμενα εκπίπτουν από τα ακαθάριστα έσοδα της χρήσης εντός της οποίας ενεργείται η διαγραφή προκει­μένου για τον προσδιορισμό των φορολογητέων κερδών. Η ωφέλεια που αποκτάται από τη διαγραφή τόκων δεν θεωρείται εισόδημα υποκείμενο σε φορολογία.

Άρθρο 18
Αύξηση θέσεων Ειρηνοδικών
Ο αριθμός των οργανικών θέσεων των Ειρηνοδικών αυξάνεται κατά ογδόντα και ορίζεται συνολικά σε επτα­κόσιες σαράντα μία.

Άρθρο 19
Μεταβατικές διατάξεις
1.  Για έξι μήνες από τη δημοσίευση του παρόντος νό­μου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως απαγορεύεται ο πλειστηριασμός του ακινήτου της παραγράφου 2 του άρθρου 9.
2. Αιτήσεις που προβλέπονται στο άρθρο 4 υποβάλλο­νται μετά την πάροδο πέντε μηνών από τη δημοσίευση του νόμου αυτού στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

Άρθρο 20
1.  Με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται με πρόταση των Υπουργών Εσωτερικών, Αποκέντρωσης και Ηλε­κτρονικής Διακυβέρνησης, Οικονομίας, Ανταγωνιστικό­τητας και Ναυτιλίας και Οικονομικών καθορίζονται:
α) η οργάνωση και ειδικότερα η διάρθρωση των υπηρε­σιών της Ειδικής Υπηρεσίας με τίτλο «Επιχειρησιακή Μονάδα Ανάπτυξης», που ιδρύθηκε με το π.δ. 28/2010, σε οργανικές μονάδες (Διευθύνσεις, Τμήματα, αυτοτελή Γραφεία),
β) ο τίτλος, η έδρα και η αρμοδιότητα των πιο πάνω ορ­γανικών μονάδων,
γ) οι κλάδοι του τακτικού προσωπικού κατά κατηγο­ρίες, καθώς και ο αριθμός των οργανικών θέσεων κάθε κλάδου,
δ) ο κλάδος και βαθμός του προϊσταμένου των οργανι­κών μονάδων που αναφέρονται στην περίπτωση α '.
Συνιστώνται επίσης θέσεις τακτικού προσωπικού και υ­παλλήλων που μπορεί να προσληφθούν με σύμβαση και κατανέμονται οι θέσεις αυτές κατά ειδικότητα.
2.  Κατά την πρώτη εφαρμογή του παρόντος οι θέσεις του προσωπικού θα καλυφθούν με μεταθέσεις, αποσπά-
σεις ή μετατάξεις υπαλλήλων από άλλες υπηρεσίες του ίδιου ή άλλων Υπουργείων ή νομικών προσώπων δημόσι­ου δικαίου. Τις ίδιες θέσεις έχουν δικαίωμα να επιλέξουν, κατά παρέκκλιση των διατάξεων για την αρχική ε­πιλογή υπηρεσίας τοποθέτησης, οι εκπαιδευόμενοι στην Εθνική Σχολή Δημόσιας Διοίκησης και την Εθνική Σχολή Τοπικής Αυτοδιοίκησης κατά την έναρξη ισχύος του πα­ρόντος.
3. ΟΙ μετατάξεις διενεργούνται, κατά παρέκκλιση των κειμένων διατάξεων, ύστερα από πρόσκληση ενδιαφέρο­ντος του Υπουργείου Οικονομίας, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας και με την εξής διαδικασία:
α) Οι ενδιαφερόμενοι υποβάλλουν αίτηση στη Διεύ­θυνση Διοίκησης του Υπουργείου Οικονομίας, Ανταγωνι­στικότητας και Ναυτιλίας συνοδευόμενη από αναλυτικό βιογραφικό σημείωμα και βεβαίωση υπηρεσιακών μετα­βολών. Η Διεύθυνση αυτή συγκεντρώνει τις αιτήσεις των ενδιαφερομένων με τα πιο πάνω δικαιολογητικά και κα­ταρτίζει κατάλογο με βάση τα τυπικά προσόντα τους.
β) Οι υποψήφιοι προς μετάταξη αξιολογούνται από Ε­πιτροπή, η οποία συγκροτείται με απόφαση του Υπουρ­γού Οικονομίας, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας και αποτελείται από:
αα) έναν υπάλληλο του Υπουργείου Οικονομίας, Αντα­γωνιστικότητας και Ναυτιλίας, ως Πρόεδρο, με δεκαετή τουλάχιστον υπηρεσία και πιστοποιημένη γνώση διοικη­τικής επιστήμης, κατά προτίμηση απόφοιτο της Εθνικής Σχολής Δημόσιας Διοίκησης,
ββ) ένα μέλος του διδακτικού - ερευνητικού προσωπι­κού του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης ή του Πανεπιστημίου Μακεδονίας στα αντικείμενα της δι­οικητικής επιστήμης ή της διοίκησης επιχειρήσεων και
γγ) έναν επιστημονικό συνεργάτη του Εθνικού Κέ­ντρου Δημόσιας Διοίκησης και Αυτοδιοίκησης προτεινό­μενο από τη Διοίκηση του ΕΚΔΔΑ.
γ) ΟΙ ενδιαφερόμενοι καλούνται σε προφορική εξέτα­ση ενώπιον της επιτροπής αξιολόγησης. Η εξέταση απο­σκοπεί στη διακρίβωση της καταλληλότητας, πνευματι­κής συγκρότησης και υπηρεσιακής επάρκειας των υπο­ψηφίων για την πλήρωση των θέσεων στις οποίες πρό­κειται να μεταταγούν.
δ) Η επιτροπή μετά την εξέταση των υποψηφίων κα­ταρτίζει πίνακα στον οποίο κατατάσσονται κατά αξιολο­γική σειρά όσοι επιλέγονται για μετάταξη.
ε) Οι μετατάξεις διενεργούνται με κοινή απόφαση των αρμόδιων Υπουργών.
στ) Για τη διαδικασία ενώπιον της επιτροπής τηρούνται πρακτικά, τα οποία είναι στη διάθεση των ενδιαφερομέ­νων.
ζ) Με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας, Ανταγωνι­στικότητας και Ναυτιλίας καθορίζεται η διαδικασία ενώ­πιον της επιτροπής και ρυθμίζεται κάθε αναγκαίο για τη λειτουργία της θέμα.

Άρθρο 21
Το άρθρο 5 του ν. 1279/1982 (ΦΕΚ 108 Α'), όπως αντι­καταστάθηκε από το άρθρο 9 του ν. 3190/2003 (ΦΕΚ 249 Α'), αντικαθίσταται ως εξής:

«Αρθρο 5 1.
Η διάρκεια των μισθώσεων που προβλέπονται από το άρθρο 4 και των ανανεούμενων μισθώσεων του άρ­θρου 3 δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει τα έξι (6) έτη. Η διάρκεια των μισθώσεων αυτών παρατείνεται έως τέσ­σερα (4) επιπλέον έτη σε επιχειρήσεις που διαθέτουν σύστημα διασφάλισης ποιότητας υπό τις εξής προϋποθέ­σεις:
α) οι επιχειρήσεις εντός δεκαοκτώ (18) μηνών από την έναρξη της μίσθωσης να έχουν υποβάλει πρόταση χρηματοδότησης/ολοκλήρωσης επενδυτικού σχεδίου στο πλαίσιο του ΕΣΠΑ 2007-2013, του αναπτυξιακού νόμου ή οποιουδήποτε άλλου χρηματοδοτικού προγράμματος που προαπαιτεί διάρκεια μίσθωσης μεγαλύτερη των έξι (6) ετών, ή
β) να ολοκληρωθούν εντός της χρονικής διάρκειας των έξι (6) ετών συγχωνεύσεις επιχειρήσεων εντός των κεντρικών αγορών.
2. Σε περίπτωση μη υπαγωγής της υποβληθείσας πρό­τασης της επιχείρησης ή μη ολοκλήρωσης της εγκεκρι­μένης επένδυσης, σύμφωνα με τους όρους και τις προϋποθέσεις του εκάστοτε προγράμματος, ή σε κάθε περί­πτωση μη τήρησης των προϋποθέσεων της παραγράφου 1, η διάρκεια της μίσθωσης δεν δύναται να υπερβαίνει τα έξι (6) έτη.
3.  Ο Διευθύνων Σύμβουλος των Οργανισμών Κεντρι­κής Αγοράς Αθηνών Α.Ε. και Κεντρικής Αγοράς Θεσσα­λονίκης Α.Ε., ύστερα από απόφαση του Δ.Σ., μπορεί να ανανεώνει τις μισθώσεις της παραγράφου 1 μέχρι έξι (6) έτη κάθε φορά από τη λήξη τους, σύμφωνα με τους ό­ρους και τις προϋποθέσεις που καθορίζονται από το Δ.Σ. του Οργανισμού.»

Άρθρο 22
Έναρξη ισχύος του νόμου
Η ισχύς των διατάξεων του παρόντος νόμου αρχίζει από την 1η Σεπτεμβρίου 2010, εκτός από τα άρθρα 20 και 21 η ισχύς των οποίων αρχίζει από τη δημοσίευσή τους στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Παραγγέλλομε τη δημοσίευση του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και την εκτέλεσή του ως νόμου του Κράτους.
Λευκάδα, 31 Ιουλίου 2010
Θεωρήθηκε και τέθηκε η Μεγάλη Σφραγίδα του Κράτους

Αθήνα, 31 Ιουλίου 2010