Συχνά ακούμε ότι οι κερδοσκόποι ποντάρουν στην χρεωκοπία χωρών και σίγουρα πολλοί έχουν την απορία πως γίνεται κάποιος να ποντάρει στο να πέσει μία μετοχή, ομόλογο κλπ. Η απάντηση απλή και λέγεται short selling. Η λογική απλή όποιος θέλει να κάνει short selling δανείζεται μετοχές από κάποιον με την προϋπόθεση ότι θα του πληρώσει "ενοίκιο" και θα τις επιστρέψει σε συμφωνημένο διάστημα. Όταν τις δανειστεί τις πουλάει στην τιμή που έχουν αυτήν την στιγμή πχ 10 ευρώ με την πεποίθηση ότι όταν θα πρέπει να τις επιστρέψει η τιμή της θα έχει πέσει, πχ 8 ευρώ ώστε να τις ξανά-αγοράσει και να βγάλει 2 ευρώ ανά μετοχή.
Περισσότερα μπορείτε να διαβάσετε από την wikipedia, με πιο επιστημονική επεξήγηση
Η πρακτική της ανοιχτής πώλησης (short selling, σορτ σέλινγκ, γνωστή και ως shorting ή going short ή ακάλυπτη πώληση ή σόρτινγκ ή πάω για την πτώση ή ποντάρισμα στην πτώση) στη χρηματοοικονομική είναι η πώλησηπεριουσιακών στοιχείων, συνήθως χρεογράφων, τα οποία ο πωλητής-short έχει «δανειστεί» από τρίτον (συνήθως χρηματιστηριακό μεσάζοντα), με την πρόθεση να αγοράσει πανομοιότυπα χρεόγραφα αργότερα για να τα επιστρέψει στον δανειστή. Ο πωλητής short ελπίζει να επωφεληθεί από μια πιθανή πτώση της τιμής των χρεογράφων στο χρονικό διάστημα μεταξύ της πώλησης και επαναγοράς, αφού ο πωλητής θα πληρώσει λιγότερα για να αγοράσει τα χρεόγραφα από όσα έλαβε όταν τα πούλησε. Αντιστρόφως αν η τιμή των χρεογράφων αυξηθεί τότε ο πωλητής short θα έχει ζημιωθεί. Καλείται και ακάλυπτη πώληση διότι ο πωλητής-short πουλάει στοιχεία των οποίων δεν έχει την κατοχή (δεν τα'χει αγοράσει) τη στιγμή που τα πουλάει. Αποκτά την κατοχή τους μόνο αργότερα, τη στιγμή που τα επαναγοράζει. Επίσης, αφότου ο πωλητής-short πουλήσει τα δανεισμένα χρεόγραφα βρίσκεται σε «ακάλυπτη» ή ανοιχτή θέση την οποία θα πρέπει να καλύψει αγοράζοντας, όταν ο δανειστής ζητήσει να τα λάβει πίσω. Ο όρος του «δανεισμού» χρεογράφων χρησιμοποιείται εδώ κατά την ίδια έννοια όπως όταν κάποιος δανείζεται 10 ευρώ, τα οποία μετά οφείλει να επιστρέψει.
Περισσότερα μπορείτε να διαβάσετε από την wikipedia, με πιο επιστημονική επεξήγηση
Η πρακτική της ανοιχτής πώλησης (short selling, σορτ σέλινγκ, γνωστή και ως shorting ή going short ή ακάλυπτη πώληση ή σόρτινγκ ή πάω για την πτώση ή ποντάρισμα στην πτώση) στη χρηματοοικονομική είναι η πώλησηπεριουσιακών στοιχείων, συνήθως χρεογράφων, τα οποία ο πωλητής-short έχει «δανειστεί» από τρίτον (συνήθως χρηματιστηριακό μεσάζοντα), με την πρόθεση να αγοράσει πανομοιότυπα χρεόγραφα αργότερα για να τα επιστρέψει στον δανειστή. Ο πωλητής short ελπίζει να επωφεληθεί από μια πιθανή πτώση της τιμής των χρεογράφων στο χρονικό διάστημα μεταξύ της πώλησης και επαναγοράς, αφού ο πωλητής θα πληρώσει λιγότερα για να αγοράσει τα χρεόγραφα από όσα έλαβε όταν τα πούλησε. Αντιστρόφως αν η τιμή των χρεογράφων αυξηθεί τότε ο πωλητής short θα έχει ζημιωθεί. Καλείται και ακάλυπτη πώληση διότι ο πωλητής-short πουλάει στοιχεία των οποίων δεν έχει την κατοχή (δεν τα'χει αγοράσει) τη στιγμή που τα πουλάει. Αποκτά την κατοχή τους μόνο αργότερα, τη στιγμή που τα επαναγοράζει. Επίσης, αφότου ο πωλητής-short πουλήσει τα δανεισμένα χρεόγραφα βρίσκεται σε «ακάλυπτη» ή ανοιχτή θέση την οποία θα πρέπει να καλύψει αγοράζοντας, όταν ο δανειστής ζητήσει να τα λάβει πίσω. Ο όρος του «δανεισμού» χρεογράφων χρησιμοποιείται εδώ κατά την ίδια έννοια όπως όταν κάποιος δανείζεται 10 ευρώ, τα οποία μετά οφείλει να επιστρέψει.
Ο όρος σορτάρισμα ή σόρτινγκ επίσης αναφέρεται σε οποιαδήποτε συναλλαγή αφορά παράγωγα ή άλλες συμφωνίες κατά την οποία ο επενδυτής αποκομίζει κέρδος από την πτώση της τιμής ενός περιουσιακού στοιχείου.
Η έννοια going short (πάω για την πτώση) είναι σε αντιδιαστολή με την έννοια going long (πάω για την άνοδο), κατά την οποία ο επενδυτής επωφελείται της ανόδου της τιμής ενός περιουσιακού στοιχείου (π.χ. μετοχής ομολόγου κ.τ.λ.).
Πηγή: el.wikipedia.org
Αν θέλετε να διαβάσετε την συνέχεια πατήστε εδώ