Πρόκειται για την πώληση σε ένα Τραπεζικό Ίδρυμα, των οφειλών των πελατών, χωρίς να υπάρχουν άλλα παραστατικά πέρα από το Τιμολόγιο Πώλησης (που είναι συνδεδεμένο με ένα Δελτίο Αποστολής), εφόσον πρόκειται για επιχειρήσεις που έχουν αγοράσει με πίστωση, ή μια επώνυμη Απόδειξη Λιανικής Πώλησης.
Οι Τράπεζες που έχουν εντάξει αυτό το χρηματοδοτικό σύστημα στις δραστηριότητές τους και έχουν άδεια από την Τράπεζα της Ελλάδος, μπορούν να “αγοράζουν” αυτές τις απαιτήσεις έναντι των πελατών τους, εφαρμόζοντας ένα ποσοστό προεξόφλησης. Αυτό σημαίνει ότι η επιχείρηση που εκχωρεί την είσπραξη σε ένα Τραπεζικό Ίδρυμα, εισπράττει απ' αυτό ένα ποσοστό (περίπου το 80%-90%) των χρημάτων που θα εισπράξει η Τράπεζα, αμέσως μετά την παράδοση των δικαιολογητικών που θα της ζητηθούν (Τιμολόγια Πώλησης, Τιμολόγια Παροχής Υπηρεσιών, Αποδείξεις Λιανικής Πώλησης, Αποδείξεις Παροχής Υπηρεσιών και τα Δελτία Αποστολής που συχνά αντιστοιχούν). Το Τραπεζικό Ίδρυμα αναλαμβάνει να εισπράξει τα οφειλόμενα ποσά, ασκώντας κάθε νόμιμη πίεση στους οφειλέτες, όπως και κάθε άλλη νόμιμη μέθοδο (όπως είναι η κατάσχεση περιουσιακών στοιχείων, όχι μόνο ακινήτων, αλλά και αυτοκινήτων ή επίπλων, όχι όμως καταθέσεων, ακόμη και αν είναι στην ίδια Τράπεζα).
Η Τράπεζα, στο 10%-20% που υπολείπεται από το ποσό που “προεξοφλεί” υπολογίζει το ποσοστό των οφειλετών που αδυνατούν να πληρώσουν και δε διαθέτουν περιουσία, το κόστος κίνησης των νομικών διαδικασιών, προκειμένου να εισπράξει από τους κακοπληρωτές, το κόστος κατάσχεσης από τους εξαιρετικά δύστροπους οφειλέτες, το κόστος διοικητικής παρακολούθησης, όπως και τους τόκους επί του συνολικού ποσού (όχι μόνο στο 80%). Πρόκειται για μια μέθοδο χρηματοδότησης που είναι κατάλληλη και για νέες επιχειρήσεις που έχουν ανάγκη από κεφάλαια για να αναπτύξουν τις δραστηριότητές τους. Οι νέες επιχειρήσεις μπορούν να να υπολογίζουν στη μέθοδο αυτή, ιδίως όταν δεν έχουν τη δυνατότητα να υποθηκεύσουν ακίνητη περιουσία ή να πείσουν φερέγγυα πρόσωπα να εγγυηθούν με τη δική τους περιουσία, προκειμένου να εξασφαλίσουν δανειακό κεφάλαιο κίνησης. Το κόστος του factoring
είναι φαινομενικά μεγαλύτερο από τους τόκους των δανείων, ενώ υπάρχουν και περιπτώσεις που δεν είναι ενδεδειγμένη.
Το επιπλέον κόστος αντισταθμίζεται από το κόστος που θα είχε η επιχείρηση για να
εισπράξει από τους πελάτες της, ενώ και το ποσοστό “επισφαλών πελατών” είναι σημαντικά μικρότερο, επειδή η παρέμβαση της Τράπεζας στην είσπραξη επισύρει και την απειλή της εγγραφής στη διατραπεζική βάση Τειρεσίας, εφόσον υπάρξει καθυστέρηση στην πληρωμή.
Αντίθετα, η παρέμβαση του Τραπεζικού συστήματος στην είσπραξη, δημιουργεί πίεση
στους πελάτες και είναι δυνατό να αλλάξουν προμηθευτή, ακριβώς επειδή πιέζονται. Το Τραπεζικό σύστημα προσφέρει και εναλλακτικό τρόπο παρέμβασης και μάλιστα με χαμηλότερο κόστος, αντικαθιστώντας τον κίνδυνο με το δικαίωμα αναγωγής, δηλαδή επιστροφής των μη εισπραττόμενων απαιτήσεων στη χρηματοδοτούμενη επιχείρηση, η οποία υποχρεούται να πληρώσει την Τράπεζα (η οποία της είχε προκαταβάλλει την αξία της απαίτησης). Οι Τράπεζες συνιστούν τη μέθοδο της χρηματοδότησης με αναγωγή, επειδή αποφεύγουν γενικά την ανάληψη κινδύνου.
Πηγή: Μελέτη χρηματοδότησης νέων επιχειρήσεων Συντάκτες μέλη του τακτικού εκπαιδευτικού προσωπικού τμήματος Διοκ. Επιχ. ΤΕΙ ΣΕΡΡΩΝ «Υποστήριξη Επιχειρηματικών Ιδεών των Σπουδαστών από το Γραφείο Διασύνδεσης του Τ.Ε.Ι Σερρών»\
Σε περίπτωση που θέλετε να σας στείλω όλη την μελέτη παρακαλώ στείλτε μου mail με τίτλο ΜΕΛΕΤΗ ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΗΣ. Φόρμα επικοινωνίας μπορείτε να βρείτε στην ενότητα "στείλτε μας το άρθρο σας"